- ἀποδίδοσθαι
- ἀποδίδωμιgive uppres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτρόχαλος — ἐπιτρόχαλος, ον (Α) 1. ελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος («ούκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῑς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους», Διον. Αλ.) 2. ταχύς, αυτός που ρέει με ταχύτητα («ἐπιτρόχαλος καὶ καταφερὴς ῥύσις τῆς λέξεως», Δίον. Αλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek